πιφάσκω

πιφάσκω
πιφάσκω, freq. v.l. for sq. in Hom., Il.10.478, al.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πιφάσκω — Α (δ. ανάγν.) βλ. πιφαύσκω …   Dictionary of Greek

  • πιφαύσκω — και, δ. ανάγν., πιφάσκω Α (ποιητ. τ.) (στο έπος και στη λυρική ποίηση) 1. (το ενεργ και το μέσ.) α) καθιστώ κάτι φανερό, φανερώνω β) καθιστώ κάτι γνωστό, γνωστοποιώ, αποκαλύπτω («ἄσχετα ἔργα πιφαύσκετο δημοτέροισιν», Απολλ. Ρόδ.) 2. προκηρύσσω 3 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”